- φιλοχαρής
- -ές, Α1. αυτός που αγαπά την χάρη2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρέςονομασία τού φυτού πράσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ-χαρής, πολυ-χαρής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Φιλοχάρης — masc acc pl (attic epic doric) Φιλοχάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φιλοχάρης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοχάρη — Φιλοχάρης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φιλοχάρης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοχάρην — Φιλοχάρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοχάρους — Φιλοχάρης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλόχαρες — Φιλοχάρης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛОХАР — • Philochăres, Φιλοχάρης, 1. старший брат оратора Эсхина. Aesch. de f. leg. 43. Dem. de f. leg. 69; 2. живописец, картина которого возбуждала в Риме всеобщее удивление; на ней был представлен сын, который был похож на… … Реальный словарь классических древностей
φιλοχαρές — οῡς, τὸ, Α βλ. φιλοχαρής … Dictionary of Greek